Η υπόθεση των παρακολουθήσεων (ή “νομίμων επισυνδέσεων”, κατά την κυβέρνηση) έχει ένα μεγάλο θύμα και έναν πρωταγωνιστή στην αποκάλυψή της: τον Νίκο Ανδρουλάκη.
Αυτός έπεσε θύμα μίας απόπειρας μέσω του απαγορευμένου λογισμικού Predator και μίας “νόμιμης επισύνδεσης” (παράνομης, στην πραγματικότητα, παρακολούθησης) ενόψει των εσωκομματικών εκλογών του ΠΑΣΟΚ. Ο Νίκος Ανδρουλάκης ήταν το θύμα και ταυτόχρονα αυτός που το κατήγγειλε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Απ’ αυτόν και τη δική του μηνυτήρια αναφορά ξεκίνησε να ξετυλίγεται το κουβάρι του σκανδάλου του “επιτελικού κράτους”, το οποίο στηριζόταν προφανώς σε αντίστοιχους επιτελικούς πράκτορες ή χαφιέδες, ηλεκτρονικούς ή αναλογικούς.
Μέχρι εδώ καλά. Όχι για όλους όμως. Προφανώς ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ένιωσαν άβολα, μην έχοντας κανέναν ρόλο στο μοναδικό σκάνδαλο της κυβέρνησης Κυρ. Μητσοτάκη που είχε τη δυναμική να τη ρίξει. Έτσι, αποφάσισε να χτυπήσει τα ταμπούρλα. Και τα χτύπησε. Αρχικά φωνασκώντας, εκτός της νόμιμης ή θεσμικής διαδικασίας, προκειμένου να κάνει ντόρο και να στρέψει την προσοχή όλων στο πρόσωπό του. Για την ακρίβεια, να θυμίσει σε όλους ότι υπάρχει και αυτός.
Όμως, δυστυχώς, στους ήχους του δικού του ταμπούρλου δεν χόρεψε κανείς. Όπως ακριβώς δεν είχαν χορέψει και οι αγορές λίγα χρόνια πριν, όταν το είχε ξαναχτυπήσει ως πρωθυπουργός.
Έτσι, αποφάσισε να πάρει τον φάκελο από την ανεξάρτητη αρχή και να χτυπήσει το ταμπούρλο του άλλη μία φορά. Για τον ίδιο σκοπό ξανά. Για να φανεί ως πρωταγωνιστής σε ένα σοβαρότατο θεσμικό σκάνδαλο, στο οποίο πρωταγωνιστής είναι άλλος. Και αυτός εκ των πραγμάτων είναι κομπάρσος. Το χτύπημα λέγεται “πρόταση μομφής”.
Σκοπός του είναι να εκμεταλλευτεί την απουσία του πραγματικού πρωταγωνιστή και θύματος, του Νίκου Ανδρουλάκη, από τη Βουλή, για να δείξει στην κοινή γνώμη ότι μόνο αυτός υπάρχει ως εναλλακτική λύση αντί για την κυβέρνηση αυτή. Συνηθίζει ο Αλέξης Τσίπρας να καταθέτει προτάσεις μομφής όχι για να ρίξει την κυβέρνηση αλλά για να φέρει σε δύσκολη θέση τον κύριο ανταγωνιστή του στην Κεντροαριστερά, το ΠΑΣΟΚ. Και συνήθως οι προτάσεις μομφής υπερψηφίζονται από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Λόγω της θέσης τους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει αποτύχει σε πολλά επίπεδα και έχει παίξει κατά τρόπο απίστευτο με τους θεσμούς και τις ατομικές ελευθερίες. Το μόνο ατού της όμως σε αυτή την προεκλογική περίοδο είναι η σύγκρισή της με το παρελθόν. Δηλαδή με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν μπορεί να συνεχίσει να κυβερνά τη χώρα. Τουλάχιστον με τις προϋποθέσεις αυτές. Όπως ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κυβερνήσει τη χώρα. Τουλάχιστον με τα μυαλά και τις συμπεριφορές που έχει επιδείξει από το 2012 ως σήμερα. Είναι προφανές ότι αυτός ο “κουτσός δικομματισμός” έχει αποδείξει ότι δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από το τέλμα. Ότι χρειάζονται άλλα πράγματα και άλλοι πολιτικοί φορείς και αντιλήψεις.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, αυτός ο “κουτσός δικομματισμός” (Ν.Δ.- ΣΥΡΙΖΑ) θα αντικατασταθεί στις εκλογές του 2023 από ένα νέο τριπολικό σύστημα με πόλους την Ν.Δ., το ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Οι τρεις αυτοί πόλοι του νέου συστήματος μπορεί εκλογικά να μην είναι τελείως ισοδύναμοι (οι πολίτες θα αποφασίσουν γι’ αυτό), όμως πολιτικά μπορεί να είναι ισότιμοι. Ανάλογα με τη δύναμη του πολιτικού τους λόγου και την αποδοχή του από την κοινωνία.